νηπιοκομία

νηπιοκομία
η [νηπιοκόμος]
1. (γενικά) η φροντίδα τών νηπίων
2. (ειδικά) η επιστήμη ή τέχνη τής φροντίδας και ανατροφής τών νηπίων, βρεφοκομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νηπιοκομικός — ή, ό [νηπιοκόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηπιοκομία («νηπιοκομικός σταθμός») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”